- ἀσαρκίᾳ
- ἀσαρκίᾱͅ , ἀσαρκίαwant of fleshfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσαρκία — ἀσαρκίᾱ , ἀσαρκία want of flesh fem nom/voc/acc dual ἀσαρκίᾱ , ἀσαρκία want of flesh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασαρκία — η (AM ἀσαρκία) [άσαρκος (Ι)] η έλλειψη σάρκας, η ισχνότητα … Dictionary of Greek
ἀσαρκίας — ἀσαρκίᾱς , ἀσαρκία want of flesh fem acc pl ἀσαρκίᾱς , ἀσαρκία want of flesh fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαρκίαν — ἀσαρκίᾱν , ἀσαρκία want of flesh fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαρκίης — ἀσαρκία want of flesh fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαρκίῃ — ἀσαρκία want of flesh fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσαρκία — η (Α εὐσαρκία) [εύσαρκος] νεοελλ. πολυσαρκία αρχ. 1. η καλή κατάσταση, η ευρωστία τού σώματος («εὐσαρκία και ἀσαρκίᾳ», Αριστοτ.) 2. (για καρπό) η μεστότητα … Dictionary of Greek
ԱՆՄԱՐՄՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0201 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c գ. ἁσωματότης incorporeitas, ἁσαρκία carnis expers esse, macies Անմարմինն գոլ. աննիւթականութիւն. հոգեղինութիւն. *Անբաժանութիւնն ʼի վեր է քան զամենայն անմարմնութիւն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)